Το Παρασκήνιο της Εισόδου
στην Ευρωζώνη
Το 2001, η Ελλάδα υπό την ηγεσία του Κώστα Σημίτη ετοιμαζόταν να υιοθετήσει το ευρώ. Η ένταξη στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα απαιτούσε την τήρηση των κριτηρίων του Μάαστριχτ: δημόσιο χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ ή πτωτική πορεία του, και δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Η ελληνική οικονομία, ωστόσο, δεν πληρούσε αυτές τις προϋποθέσεις. Αντί για δομικές μεταρρυθμίσεις που θα βελτίωναν τη φορολογική συμμόρφωση και θα περιόριζαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα, η κυβέρνηση Σημίτη κατέφυγε σε "δημιουργική λογιστική". Στο επίκεντρο αυτής της στρατηγικής βρέθηκε η Goldman Sachs.
Το Swap με τη Goldman
Sachs
Το 2001, η Ελλάδα συμφώνησε με την αμερικανική επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs για τη χρήση ενός χρηματοοικονομικού προϊόντος, γνωστού ως «swap». Η συμφωνία αυτή επέτρεψε στη χώρα να "εξαφανίσει" προσωρινά περίπου 2,8 δισ. ευρώ χρέους από τα επίσημα βιβλία, εμφανίζοντας βελτιωμένη εικόνα για την οικονομική της κατάσταση. Η συμφωνία ήταν νόμιμη, αλλά μυστική. Τα χρηματοοικονομικά παράγωγα όπως το «currency swap» που χρησιμοποίησε η χώρα μας ήταν στην αυγή τους εκείνη την εποχή με αποτέλεσμα να μην υπάρχει επαρκές ρυθμιστικό-νομοθετικό πλαίσιο που να οριοθετεί την χρήση και την εγγραφή τους στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις, αλλά παράλληλα ήταν πολύ δύσκολο να μπορέσουν ακόμα και οι πλέον ειδικοί της εποχής να κατανοήσουν τον κίνδυνο και το πραγματικό κόστος που συνόδευε αυτά τα εργαλεία. Έτσι λοιπόν με τεχνητές προσαρμογές ισοτιμιών που δεν αντιστοιχούσαν στις αγοραίες τιμές, μετατράπηκαν δάνεια που είχε λάβει το δημόσιο σε δολάρια και γεν σε ευρώ με όρους που ευνοούσαν την Ελλάδα, χωρίς να μειώνεται το πραγματικό χρέος. Αντίθετα, αυτό διογκώθηκε με την πάροδο του χρόνου, φτάνοντας τα 5,7 δισ. ευρώ το 2012, λόγω υψηλών προμηθειών και επιτοκίων.
Η Ευθύνη του Κώστα Σημίτη
Ο Σημίτης, με τη συνεργασία του Οργανισμού
Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους, γνώριζε τη φύση της συμφωνίας, αλλά επέλεξε να
αγνοήσει τους κινδύνους. Αντί για μεταρρυθμίσεις που θα βελτίωναν τη διαφάνεια
και τη βιωσιμότητα της οικονομίας, επέλεξε βραχυπρόθεσμα μέτρα για την ένταξη
στο ευρώ. Η επιλογή αυτή είχε διπλή διάσταση. Από τη μία, εξασφάλισε την ένταξη
της Ελλάδας στον πυρήνα της ΕΕ, γεγονός που εδραίωσε τη θέση της χώρας στην
ευρωπαϊκή κοινότητα. Από την άλλη, υπονόμευσε τη διαφάνεια και αύξησε το μελλοντικό
βάρος του χρέους, στοιχείο που έγινε φανερό κατά την κρίση χρέους του 2010.
Η ένταξη στο ευρώ ήταν για πολλούς μια στρατηγική κίνηση με μακροπρόθεσμες συνέπειες, αλλά οι πρακτικές που χρησιμοποιήθηκαν τότε, όπως η "δημιουργική λογιστική" μέσω swaps, παρακάμπτοντας τους κανόνες διαφάνειας, δεν είναι πλέον εφικτές σήμερα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει αυστηρούς κανονισμούς, όπως το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και ο Κανονισμός 479/2009, που απαιτούν απόλυτη διαφάνεια στα δημοσιονομικά δεδομένα, ενώ η Eurostat έχει πλέον τη δυνατότητα να ελέγχει και να επαληθεύει τα στοιχεία των κρατών-μελών. Παράλληλα, η οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ περιλαμβάνει αυστηρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς και κυρώσεις για μη συμμόρφωση, καθιστώντας πρακτικά αδύνατη τη χρήση τεχνικών απόκρυψης χρέους ή ελλείμματος, όπως αυτές που χρησιμοποιήθηκαν κατά την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ.
Το Δίδαγμα
Η υπόθεση αυτή δείχνει
ότι πολιτικές αποφάσεις βασισμένες σε βραχυπρόθεσμα οφέλη και όχι σε διαρθρωτικές
αλλαγές καταλήγουν να στοιχίζουν ακριβά στο μέλλον. Η Ελλάδα βρέθηκε
"δεμένη" σε ένα σύστημα που δεν μπορούσε να υποστηρίξει, πληρώνοντας
το τίμημα μιας απόφασης που εξυπηρετούσε την πολιτική στρατηγική, ίσως και τον
προσωπικό ναρκισσισμό του Κώστα Σημίτη να μείνει στην ιστορία με κάθε τρόπο, αλλά
σίγουρα όχι το εθνικό συμφέρον, αν κρίνουμε τελικώς εκ του αποτελέσματος.
Α.Π
Συντακτική Ομάδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου