Μερικά εικοσιτετράωρα μετά τις αμερικανικές εκλογές, η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη προκαλέσει συζητήσεις στις πατριωτικές φωνές της Ευρώπης, οι οποίες βλέπουν σε αυτήν την ελπίδα για αλλαγές σε θέματα μετανάστευσης, κοινωνικών αξιών και διεθνών σχέσεων. Ωστόσο, παρά τις θετικές αυτές προσδοκίες, η οικονομική διάσταση της διακυβέρνησης Τραμπ ενδέχεται να αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την ευρωπαϊκή οικονομία. Οι πολιτικές προστατευτισμού που είναι πιθανό να εφαρμόσει μπορούν να βλάψουν τις εξαγωγές από την Ένωση και να εντείνουν τις υφεσιακές πιέσεις.
Τα τελευταία χρόνια, η οικονομική στρατηγική των ευρωπαϊκών χωρών χαρακτηρίζεται από αντιφατικές πολιτικές. Από τη μία πλευρά, οι περισσότερες ακολουθούν αυστηρές πολιτικές λιτότητας για να ελέγξουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα και να σταθεροποιήσουν τα δημόσια χρέη. Αυτή η πολιτική, που εφαρμόστηκε κυρίως στις χώρες του Νότου, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία, επηρεάζει πλέον και μεγαλύτερες οικονομίες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, οι οποίες προγραμματίζουν αυξημένα φορολογικά έσοδα και περιορισμένες δαπάνες στους προϋπολογισμούς τους για το 2025.
Από την άλλη πλευρά, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει εφαρμόσει προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), τα οποία, μετά την πανδημία, μετονομάστηκαν σε Έκτακτο Πρόγραμμα Αγοράς λόγω Πανδημίας (PEPP). Μέσω αυτών, η ΕΚΤ αγόραζε ομόλογα, ενισχύοντας τη ρευστότητα στην αγορά, για να μειώσει τα επιτόκια και να προωθήσει τις επενδύσεις και την κατανάλωση, δημιουργώντας ευνοϊκότερες συνθήκες για ανάπτυξη.
Η ταυτόχρονη εφαρμογή λιτότητας και QE, ωστόσο, δημιούργησε αντίφαση: ενώ το QE αύξησε τη ρευστότητα, η λιτότητα περιόρισε τη δημόσια και ιδιωτική κατανάλωση μέσω της αύξησης των φόρων και της μείωσης των δημόσιων δαπανών. Το αποτέλεσμα ήταν η περιορισμένη επίδραση του QE στην εσωτερική ζήτηση, καθώς οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά δίσταζαν να δαπανήσουν ή να επενδύσουν σε ένα περιβάλλον χαμηλής ζήτησης και υψηλής φορολογίας.
Οι ΗΠΑ, αντίθετα, ακολούθησαν μια εντελώς διαφορετική στρατηγική, δίνοντας λιγότερη έμφαση στη μείωση των ελλειμμάτων ή στον έλεγχο του χρέους. Η προσέγγισή τους βασίζεται στην ενίσχυση της ανάπτυξης μέσω χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής και αυξημένων δημόσιων δαπανών, ανεξαρτήτως των ελλειμμάτων. Το δολάριο, ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, προσφέρει στις ΗΠΑ σημαντική ασφάλεια, καθώς η ισχύς και η παγκόσμια ζήτησή του επιτρέπουν στην αμερικανική κυβέρνηση να δανείζεται εύκολα και να χρηματοδοτεί το έλλειμμα χωρίς κίνδυνο νομισματικής αστάθειας ή υπερβολικής αύξησης των επιτοκίων. Αυτή η μοναδική θέση προστατεύει τις ΗΠΑ από τις συνέπειες που θα είχαν αντίστοιχα ελλείμματα σε άλλες χώρες, επιτρέποντάς τους να διατηρούν δυναμική ανάπτυξης ακόμα και με υψηλά επίπεδα χρέους.
Έτσι, ενώ η Ευρώπη προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη δημοσιονομική πειθαρχία και την ανάγκη για ανάπτυξη, οι ΗΠΑ αξιοποιούν το δολάριο ως εργαλείο παγκόσμιας σταθερότητας, διασφαλίζοντας ένα περιβάλλον που ενθαρρύνει την οικονομική δραστηριότητα χωρίς να περιορίζει τη ρευστότητα ή την κατανάλωση. Η αδύναμη εσωτερική ζήτηση στην Ευρώπη έχει ωθήσει τις ευρωπαϊκές χώρες να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές σε τρίτες χώρες – κυρίως στις ΗΠΑ και την Κίνα – για να στηρίξουν την οικονομική τους δραστηριότητα. Το 2023, το εμπόριο αγαθών Ευρώπης-ΗΠΑ άγγιξε τα 1,22 τρισεκατομμύρια δολάρια, διπλάσιο από το αντίστοιχο εμπόριο ΗΠΑ-Κίνας, ενώ οι εξαγωγές αγαθών από τις ΗΠΑ προς την Ευρώπη ανήλθαν σε 498 δισεκατομμύρια δολάρια. Ως αποτέλεσμα, οι ΗΠΑ παρουσίασαν έλλειμμα ισοζυγίου αγαθών με την Ευρώπη ύψους 202 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ο νέος πρόεδρος της Αμερικής γνωρίζει καλά αυτό το εμπορικό έλλειμμα και είναι διατεθειμένος να προστατεύσει τις αμερικανικές επιχειρήσεις και την οικονομία του, πιθανότατα μέσω της επιβολής δασμών στα ευρωπαϊκά προϊόντα. Δεν θα επιτρέψει στην Ευρωπαϊκή Ένωση να «εξάγει την ύφεσή» της στις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, προτιμά να δει τις μεγάλες ευρωπαϊκές βιομηχανίες να μεταφέρουν την παραγωγή τους στην αμερικανική επικράτεια, προσφέροντας έτσι νέες θέσεις εργασίας και ενισχύοντας την εσωτερική παραγωγή. Ο αντίκτυπος για την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να είναι άμεσος, καθώς η μείωση των εξαγωγών λόγω δασμών και η πιθανότητα μεταφοράς παραγωγικών μονάδων θα εντείνει την ύφεση, ειδικά σε χώρες όπως η Γερμανία, που εξαρτώνται από τη βιομηχανία και τις εξαγωγές.
Η νίκη του Τραμπ μπορεί να ενθαρρύνει τις πατριωτικές φωνές τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα, όπου η ενίσχυση των συντηρητικών αξιών και μιας αυστηρότερης μεταναστευτικής πολιτικής θεωρούνται επιθυμητές για την εποχή μας. Ωστόσο, η οικονομική της διάσταση κρύβει σοβαρούς κινδύνους που δεν μπορούν να αγνοηθούν. Όσο η Ελλάδα παραμένει στο «άρμα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να προετοιμαστεί για μια μεγάλη οικονομική πρόκληση, καθώς μια στροφή των ΗΠΑ προς τον προστατευτισμό θα πιέσει ασφυκτικά την ήδη εύθραυστη ευρωπαϊκή οικονομία.
Αν η Ευρώπη δεν καταφέρει να αντισταθμίσει τις συνέπειες αυτών των πολιτικών, υπάρχει ο κίνδυνος η πίεση να αποκαλύψει και να διαλύσει το σαθρό οικοδόμημα της οικονομικής ένωσης. Αντί για πανηγυρισμούς, η Ευρώπη και η Ελλάδα πρέπει να αναπτύξουν μια στρατηγική που θα τους επιτρέψει να αντέξουν τις επιπτώσεις μιας τέτοιας εξέλιξης, διασφαλίζοντας παράλληλα τη συνοχή και τη βιωσιμότητά τους.
Συντακτική Ομάδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου