Τα ΟΧΙ θέλουν Μεταξάδες - Ζήτω η 28η Οκτωβρίου!

28η Οκτωβρίου 1940. Ξημερώματα. Ο Ιταλός Πρέσβης Εμμανουέλε Γκράτσι, φθάνει στην οικία του Ιωάννη Μεταξά στην Κηφισιά και έχει στα χέρια του το τελεσίγραφο από την Ιταλική Φασιστική Κυβέρνηση. Το αίτημα του είναι η Ελληνική Κυβέρνηση να αφήσει τα Ιταλικά στρατεύματα να καταλάβουν στρατηγικά σημεία εντός της Ελληνικής επικράτειας, διαφορετικά θα επιτεθούν.

Στο σημείο αυτό, θα παραθέσουμε αυτούσια την περιγραφή του ίδιου του Ιταλού Πρέσβη από το βιβλίο που έγραψε αργότερα, μετά το τέλος του πολέμου για τον Μεγάλο Εθνικό Κυβερνήτη Ιωάννη Μεταξά. 

Ενός ανθρώπου ο οποίος αδικήθηκε κατάφορα από την Ιστορία αλλά και από την Ελληνική Πολιτεία και ο οποίος δίδαξε τι θα πει ηγεσία, ευθύνη και κοινωνική ευαισθησία.

 "Την καθορισμένη ώρα, δέκα περίπου λεπτά πριν από τις 3, ο Στρατιωτικός Ακόλουθος, ο διερμηνέας και εγώ φτάσαμε στην καγκελόπορτα της μικρής βίλας, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός. Ο comm. De Santo είπε στον φρουρό να ειδοποιήσει τον Πρωθυπουργό ότι ο Πρέσβης της Ιταλίας επιθυμούσε να γίνει δεκτός για μια άκρως επείγουσα ανακοίνωση. Ο φρουρός άρχισε να χτυπά ένα ηλεκτρικό κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό του σπιτιού, αλλά το υπηρετικό προσωπικό κοιμόταν. Περιμέναμε για μερικά ατελείωτα λεπτά μπροστά στην καγκελόπορτα. Μέσα στη βαθιά σιωπή της νύχτας ακουγόταν το γαύγισμα ενός σκύλου.

Επιτέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκανε την εμφάνισή του σε μια μικρή πόρτα υπηρεσίας και, αναγνωρίζοντάς με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω. Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στον δρόμο περιμένοντάς με, έξω από την καγκελόπορτα.

Ο Μεταξάς είχε φορέσει μια σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό. Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι, το συνηθισμένο σαλονάκι μιας μικρής, μικροαστικής εξοχικής βίλας. […] Μόλις καθίσαμε του είπα ότι η Κυβέρνησή μου, μου είχε αναθέσει να του κάνω μια άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή: «Alors, c’est la querre». Του απάντησα ότι η Ιταλική Κυβέρνηση ήλπιζε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα δεχόταν τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα ιταλικά στρατεύματα, τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους στις 6 το πρωί.

Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε πως θα μπορούσα να σκεφτώ ότι, ακόμα και αν είχε πρόθεση να ενδώσει, θα του ήταν δυνατόν μέσα σε τρεις ώρες να λάβει τις διαταγές του Βασιλιά και να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες για την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων. Χωρίς καμιά πεποίθηση, από απλή ευσυνειδησία, αρπάζοντας την τελευταία ελπίδα, όπως ο ναυαγός πιάνεται ακόμα και από ένα σανιδάκι, του απάντησα ότι αυτό δεν ήταν καθόλου αδύνατον. Ασφαλώς θα είχε απευθείας τηλεφωνική γραμμή για να επικοινωνεί με τον Βασιλιά. Όσο για τις διαταγές προς τα στρατεύματα, θα ήταν αρκετό να διαταχτεί ο αρχιστράτηγος να στείλει με τον ασύρματο εγκύκλιο διαταγή σε όλους τους διοικητές να μην παρεμποδιστεί η προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων.

Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε αν μπορούσα να του καθορίσω τουλάχιστον ποια ήταν τα στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους που η ιταλική Κυβέρνηση θα ήθελε να καταλάβει. Φυσικά, αναγκάστηκα να του απαντήσω ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Ο Μεταξάς απάντησε: «Vous voyez bien que c’ est impossibile. Η ευθύνη του πολέμου αυτού βαραίνει αποκλειστικά την Ιταλική Κυβέρνηση. Η Κυβέρνησή σας ήξερε πολύ καλά ότι η Ελλάδα το μόνο που επιθυμούσε ήταν να παραμείνει ουδέτερη, αλλά και ότι ήμασταν αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε το εθνικό έδαφος εναντίον οποιουδήποτε».

Του απάντησα, ενώ σηκωνόμουν, ότι ήλπιζα ακόμα ότι θα λάμβανε υπόψη του τη διαβεβαίωση που του δινόταν στη διακοίνωση, σύμφωνα με την οποία η Ιταλική Κυβέρνηση δεν είχε καμία πρόθεση να θίξει την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ελλάδας, και ότι θα γνωστοποιούσε στην Πρεσβεία πριν από τις 6 π.μ., ότι η χώρα του δεχόταν τα ιταλικά αιτήματα. Ο Μεταξάς δεν μου απάντησε. Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποία είχα μπει πριν από ένα τέταρτο και όταν ήμασταν στο κατώφλι μου είπε: «Vous êtes les plus forts…» χωρίς να αναπτύξει περισσότερο τη σκέψη του, με φωνή, αυτή τη φορά, βαθιά αλλοιωμένη. Με τη σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στη βαθιά λύπη που τα δονούσε.

Νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, ο οποίος τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του, να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμά του. Αν στη μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μια στιγμή κατά την οποία μίσησα το δικό μου, μια στιγμή κατά την οποία το καθήκον του αξιώματός μου μού φάνηκε σταυρός όχι μόνο θλιβερός, αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια που πρόφερε αυτός ο ηλικιωμένος άντρας, εκείνος, που είχε καταναλώσει ολόκληρη τη ζωή του αγωνιζόμενος και υποφέροντας για τη χώρα του και τους Βασιλείς του και που, και κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή, προτιμούσε να διαλέξει τον δρόμο της θυσίας και όχι τον δρόμο της ατίμωσης. Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του. 

Η τελευταία παράγραφος, γραμμένη από τον ίδιο τον Ιταλό Πρέσβη Γκράτσι, τον άνθρωπο που εκείνη την περίοδο αποτελούσε εχθρό της χώρας μας, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την προσωπικότητα και το ήθος του Εθνικού Κυβερνήτη, Ιωάννη Μεταξά, που ακολουθώντας τα χνάρια του Ιωάννη Καποδίστρια, επέλεξε την θυσία από την ατίμωση, την περηφάνεια από την δουλοπρέπεια. 

Την σημερινή ημέρα, δεν θα ακούσετε από κανέναν να μνημονεύεται. Όλοι μιλούν για το "ΟΧΙ" που είπε ο Ελληνικός Λαός. Οι δε πολιτικοί του αντίπαλοι, τον έχουν χαρακτηρίσει σαν δικτάτορα, φασίστα και ένα σωρό προσβλητικά άλλα επίθετα. Και όμως, ο Εθνικιστής Ιωάννης Μεταξάς ουδέποτε υπήρξε καταχρηστικός ή τύραννος για τον Ελληνικό Λαό. Εφάρμοσε μια άριστη κοινωνική πολιτική στηρίζοντας την μεσαία τάξη, δημιούργησε δομές και οργάνωσε κράτος και στρατό για την επικείμενη επίθεση αφού γνώριζε -όντας στρατιωτικός και ίδιος- ότι αργά ή γρήγορα αυτή θα γινόταν όσο και αν επιθυμούσε την ουδετερότητα. 

Εμείς από την μεριά μας λέμε: Τα ΟΧΙ θέλουν Μεταξάδες! Χρόνια Πολλά Ελλάδα! 

Συντακτική Ομάδα 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου